- παράφωνος
- -η, -οο κακόφωνος, ο ασύμφωνος, ο φάλτσος: Δεν κάνεις για τη χορωδία, είσαι παράφωνος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παράφωνος — η, ο / παράφωνος, ον ΝΑ νεοελλ. 1. (για μουσ. φθόγγο) αυτός που ηχεί κακώς, που παραβιάζει την αρμονία, δυσαρμονικός, παράχορδος 2. (για πρόσ.) κακόφωνος, παράτονος, φάλτσος αρχ. 1. μουσ. αυτός που συνηχεί, που βγάζει ήχους ή φθόγγους μαζί με… … Dictionary of Greek
παράφωνον — παράφωνος sounding beside masc/fem acc sg παράφωνος sounding beside neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφώνων — παράφωνος sounding beside masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμουσος — η, ο (AM ἄμουσος, ον) αυτός που δεν έχει μουσικό αίσθημα, ο αφιλόμουσος αρχ. 1. ο δίχως αίσθηση ή αγάπη για τις τέχνες, απαίδευτος, αμόρφωτος, άξεστος 2. αγενής, άσεμνος, χυδαίος 3. (για ήχους) ο μη αρμονικός, ο παράφωνος 4. (απρόσωπη φράση)… … Dictionary of Greek
έκτονος — η, ο (AM ἔκτονος, ον) Ι. παράτονος, παράφωνος, ο έξω τού μουσικού τόνου, παράχορδος, φάλτσος 2. χαλαρός, άτονος, ξετεντωμένος ΙΙ. επίρρ. εκτόνως νεοελλ. άτονα, χαλαρά αρχ. έντονα, σφοδρά … Dictionary of Greek
έξηχος — ἐξηχος, ον (AM) [ήχος] 1. κακόφωνος, παράφωνος 2. τρελός … Dictionary of Greek
ακρότητος — η, ο (Α ἀκρότητος ον) νεοελλ. αυτός που δεν αναδίδει ή δεν μπορεί να αναδώσει κρότο, ο αθόρυβος αρχ. 1. (για τη γη) αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν πατήθηκε καλά για να γίνει σκληρός, ο μαλακός 2. αυτός που δεν αποδίδει αρμονικό ήχο όταν κρούεται,… … Dictionary of Greek
ανάρμοστος — η, ο (Α ἀνάρμοστος, ον) αυτός που δεν αρμόζει, ανοίκειος, ακατάλληλος, αταίριαστος αρχ. 1. (για ήχο) ο δίχως αρμονία, παράφωνος (αντίθ. του ευάρμοστος) 2. (για πρόσωπα) άκαμπτος, πεισματάρης 3. απροετοίμαστος, απαράσκευος 4. στη Μυκηναϊκή απαντά… … Dictionary of Greek
απηχής — ἀπηχής, ές (Α) 1. κακόηχος, παράφωνος 2. εριστικός … Dictionary of Greek
απωδός — ἀπῳδός, όν (Α) [ῳδός] 1. παράφωνος 2. αταίριαστος, αλλόκοτος … Dictionary of Greek